μεθειονίνη

μεθειονίνη
Αμινοξύ που περιέχει θείο και το οποίο συμμετέχει σε πολλές λειτουργίες του σώματος. Η χημική του ονομασία είναι 2-αμινο-4-μεθυλοθειοβουτυρικό οξύ. Η μ. ανήκει στα απαραίτητα αμινοξέα, που σημαίνει ότι δεν μπορεί να συντεθεί από τον οργανισμό, αλλά πρέπει να λαμβάνεται εξωγενώς από τις τροφές. Βοηθάει την επεξεργασία των λιπών από το συκώτι, ενώ σχετίζεται με την καλή λειτουργία του νευρικού συστήματος. Η μ. βρίσκεται σε σημαντικές ποσότητες στο κρέας, στα ψάρια, στα αυγά κ.α.
* * *
η
(βιοχ.) θειούχο αμινοξύ που είναι απαραίτητο για την ισορροπία και ανάπτυξη τού οργανισμού τών θηλαστικών και τών πουλερικών, αλλά δεν μπορούν να τή συνθέσουν τα ίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • κυσταθειονουρία — η ιατρ. η παρουσία κυσταθειονίνης στα ούρα, κληρονομική διαταραχή που αφορά ένα από τα στάδια τού μεταβολισμού τού αμινοξέος μεθειονίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό, πρβλ. αγγλ. cystathionuria… …   Dictionary of Greek

  • κυστεΐνη — Θειούχο αμινοξύ, που περιέχει στο μόριό του μια ομάδα SH. Συμβολίζεται ως c ή cys. Ο χημικός της τύπος είναι C3H7NO2S και η χημική της ονομασία 2 αμινο 3 μερκαπτο προπιονικό οξύ. Η κ. είναι ασταθής ένωση και οξειδώνεται εύκολα σε κυστίνη… …   Dictionary of Greek

  • κωδικόνιο — Ομάδα τριών νουκλεοτιδικών βάσεων στο DNA ή στο RNA, η οποία παρέχει την πληροφορία για την προσθήκη ενός συγκεκριμένου αμινοξέος κατά τη σύνθεση μιας πολυπεπτιδικής αλυσίδας. Το σύνολο των κ. με τα αντίστοιχα αμινοξέα για τα οποία κωδικοποιούν… …   Dictionary of Greek

  • λευκίνη — Αλειφατικό αμινοξύ με χημικό τύπο (CH3)2CHCH2CH(NH2)COOH, το οποίο αποτελεί ανώτερο ομόλογο της γλυκόκολας. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους, έχει σημείο τήξης 293 295°C, είναι ελάχιστα διαλυτή στο κρύο νερό και έχει μοριακό βάρος 131,8.… …   Dictionary of Greek

  • μεθύλιο — Αλκυλική ρίζα ( CH3) που προέρχεται από το μεθάνιο με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου. Το μ. χαρακτηρίζει τη σύσταση πολλών οργανικών ενώσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από βιολογική και βιομηχανική άποψη. Η πορεία των αντιδράσεων για την… …   Dictionary of Greek

  • ομοκυστινουρία — η ιατρ. κληρονομική μεταβολική διαταραχή που αφορά τη μεθειονίνη, ένα απαραίτητο στον οργανισμό θειούχο αμινοξύ, και κατά την οποία εμφανίζονται στο πλάσμα τού αίματος μεγάλες συγκεντρώσεις ομοκυστεΐνης και μεθειονίνης, η δε ομοκυστεΐνη… …   Dictionary of Greek

  • αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”